- κηπουρός
- οαυτός που καλλιεργεί τον κήπο, περιβολάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κηπουρός — keeper of a garden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
Πολλάκι καὶ κηπουρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κηπουροί — κηπουρός keeper of a garden masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρούς — κηπουρός keeper of a garden masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρῷ — κηπουρός keeper of a garden masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρόν — κηπουρός keeper of a garden masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κηπουρώ — κηπουρῶ και μτγν. τ. κηπωρῶ έω (Α) [κηπουρός] μελετώ την κηπουρική ή εξασκούμαι σ αυτήν, είμαι κηπουρός … Dictionary of Greek
Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… … Dictionary of Greek